Δρομέων

Δρομέων
Δρομεύς
runner
masc gen pl
Δρομέω̆ν , Δρομεύς
runner
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δρομέων — δρομεύς runner masc gen pl δρομέω̆ν , δρομεύς runner masc gen pl δρομή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • FAUTORES — in Olympicis Ludis certantium, memorantur passim. Ut enim ingenia hominum sunt, in huiusmodi spectaculis, Cursûs praecipue, huic ille, alteri alter Fautor hortatorqueve aderat, οἱ τοῖς θέουσι διακελευό μενοι, ut ait Plato in Phaedro. Quae studia …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αφέτης — ο (Α ἀφέτης) [αφίημι] νεοελλ. ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων αρχ. ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • ποδείον — και πόδειον, τὸ, Α ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ειον] …   Dictionary of Greek

  • ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

  • σκύφος — Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε. Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα… …   Dictionary of Greek

  • σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… …   Dictionary of Greek

  • αιπυόρνις — (aepyornis). Γιγαντιαίο πουλί της τάξης των δρομέων, της οικογένειας των αιπυορνιθίδων, που έζησε σχετικά πρόσφατα (έως τον 16ο ή 17ο αι.) στη Μαδαγασκάρη όπου βρέθηκαν άφθονοι ημιαπολιθωμένοι σκελετοί και αβγά. Η α., που έμοιαζε πολύ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”